Μια φορά κι ένα καιρό εκεί σε κείνη την μεγάλη σκοτεινή σπηλιά στην κορυφή του πιο ψηλού βράχου ζούσε έρημο και μόνο ένα τόσο δα μικρό κεράκι. Ένα κεράκι σβηστό που μέτραγε τις μέρες της ύπαρξης του μέσα από τα δάκρυά του.
«Μα τι κάνω εγώ εδώ μόνο μου» αναρωτιόταν. Έτσι σβηστό που είμαι, πόσο πολύ κρυώνω πόσο πολύ φοβάμαι. Μια σκοτεινή κουκιδίτσα μέσα σε τούτη την σπηλιά».
Και οι μέρες πέρναγαν, και το κεράκι κολύμπαγε μέσα στην μικρή λιμνούλα που είχε φτιάξει με τα δάκρυά του. Και οι μέρες πέρναγαν και το κεράκι μετρούσε τις μέρες της ανούσιας σκοτεινής ζωής του.
Μια μέρα, άνεμος δυνατός φύσηξε έξω από την σπηλιά που στο πέρασμά του παράσερνε ότι μικρό και αδύναμο υπήρχε.
Φτεράκια από πουλιά που είχαν την φωλιά τους στην βάση του βράχου… ξερά φύλλα και κλαδιά… σπόρους από λουλούδια εξωτικά, και… ένα σπίρτο… ένα τόσο δα μικρό σπίρτο ψηλόλιγνο και γυαλιστερό με κόκκινο αστραφτερό καπέλο στο μικρό του κεφαλάκι. Με το δεύτερο φούυυυυυυυ του άνεμου το σπίρτο απογειώθηκε και με δύναμη παρασύρθηκε μέσα στην σκοτεινή σπηλιά. Έπεσε με δύναμη κάτω στο τραχύ έδαφος και… ωχ!!!!!
«Μα που βρίσκομαι» είπε με την τσιριχτή φωνούλα του.
Στην αρχή δυσκολεύτηκε στο σκοτάδι αλλά σαν σπίρτο που ήταν έστω και σβηστό, σύντομα συνήθισε να βλέπει ακόμα και μέσα στο σκοτάδι.
«Αμάν»! είπε… «Τι είσαι εσύ»;;;;;;;
«Δεν με βλέπεις» είπε το κεράκι με την παραπονιάρικη φωνούλα του.
Και να που ακόμα και τα αταίριαστα μπορούν να ταιριάξουν… εκεί μέσα στην ερημιά, την υγρασία και το σκοτάδι της σπηλιάς το κεράκι και το σπίρτο ένωσαν την μοναξιά τους και το κοινό τους πρόβλημα…
Ήταν και τα δύο σβηστά, έρημα, μόνα και παραμελημένα μέσα σε τούτη την σκοτεινή άψυχη σπηλιά. Το σπίρτο τέντωνε το λυγερό κορμάκι του και ακουμπούσε πάνω στο κεράκι, και το κεράκι έκανε νάζια και καμώματα και έπαψε πια να κλαίει. Η λίμνη από τα δάκρυά του στέγνωσε, και τώρα οι ελπίδες να φτάσουν στο όνειρο όλο και μεγάλωναν. Μια μικρή φλογίτσα που θα τα φωτίσει και τα δυό θα τα ζεστάνει και θα τα αφήσει να κοιταχτούν στα μάτια.
«Μα, θέλω να δω τα μάτια σου είπε το σπίρτο στο κεράκι»
«Μα θέλω να νοιώσω την ζεστασιά σου είπε το κεράκι στο σπίρτο»
Και τότε τρόμαξαν…
«Αν ανάψω καλή μου θα καώ» είπε το σπίρτο… «και καλά να καεί μόνο το κόκκινο σκουφί μου… θα είμαι ένα ακόμα άσχημο μισοκαμμένο σπίρτο… Μα αν καώ εντελώς… Τι θα απογίνω;;; Θα προλάβω τουλάχιστον να δω τα μάτια σου»;;;;
Και μέρα με την μέρα το κεράκι και το σπίρτο αγαπιόντουσαν όλο και πιο πολύ, και μέρα με την μέρα η αγάπη τους δυνάμωνε και μέσα στην σκοτεινή σπηλιά λουλούδια φύτρωσαν… γιατί η αγάπη είναι ένα λουλούδι που όπου γεννιέται δίνει χρώμα, άρωμα και ομορφιά.
Και οι μέρες πέρναγαν και το κεράκι και το σπίρτο σφιχταγκαλιασμένα περίμεναν καρτερικά την συνέχεια του έρωτά τους.
Καλοκαίριασε…
Ὲξω από την σπηλιά η ζέστη ήταν αφόρητη… Το δάσος γύρω από τον βράχο συχνά γέμιζε από γέλια τραγούδια και φωνές μικρών και μεγάλων. Το κεράκι και το σπίρτο αγκαλιάζονταν τρομαγμένα και περίμεναν όλο περίμεναν και αγαπιόντουσαν κάθε μέρα και πιο πολύ και ας μην είχε δει τα μάτια του σπίρτου το κεράκι και ας μην είχε νοιώσει την ζεστασιά του κεριού το σπίρτο. Ο έρωτάς τους, μια μικρή τραγωδία σαν όλους τους ανικανοποίητους έρωτες που γεννιούνται και μένουν πάντα στο όνειρο…
Ώσπου μια μέρα… μια παρέα εκδρομείς… Έτσι τους έλεγαν όλους αυτούς τους εισβολείς του δάσους…
Πήραν τα γέλια τους τα τραγούδια τους και τις φωνές τους μακριά αλλά… άφησαν μια μικρή σπίθα φωτιάς να σιγοκαίει, εκεί κάτω από τα ξερά κλαδιά που είχαν ανάψει για να μαγειρέψουν.
«Συμφορά»… Φώναζαν πουλιά και ζώα που πέρναγαν τρομαγμένα τρέχοντας έξω από την σπηλιά…
«Συμφορά… φωτιά!!!!! φωτιά, θα καούμε!!!!!!!»
«Ακούς»;;;; είπε το σπίρτο στο κεράκι…
«Ακούς;;;;;; θα καούμε» είπαν και τα δυο με μια φωνή γεμάτη έρωτα.
«Δεν φοβάμαι να καώ απ’ αγάπη» είπε το σπίρτο στο κερί…
«Δεν φοβάμαι να λιώσω απ’ αγάπη» είπε το κερί στο σπίρτο…
Ένα κερί και ένα σπίρτο τρελά από έρωτα τραγούδαγαν την φλόγα που ερχόταν… Έλα της έλεγαν… Έλα σε περιμένουμε…
«Θα μ’ αγαπάς σαν καώ και ασχημίνω χωρίς το κόκκινο σκουφί μου»;;;; είπε το σπίρτο στο κερί.
«Θα μ’ αγαπάς σαν λιώσω και χάσω το σχήμα μου»;;;; είπε το κεράκι στο σπίρτο.
Και η φλόγα ερχόταν όλο και πιο κοντά… Και η φλόγα έφτασε στο κατώφλι της σπηλιάς και δίσταζε να μπει μέσα μην και χαλάσει την ομορφιά που διαισθάνθηκε… Έλα της φώναζαν και τα δυο με μία φωνή…
Και η φλόγα έστειλε μέσα στην σπηλιά την πιο μικρή της κόρη…
Μια σπίθα τόση δα που μπήκε τσαχπίνικα και ναζιάρικα από την είσοδο της σπηλιάς.
Φφφσσσσσσσσσσσττττττττττττττ!!!!!!!!!!!!!!!!
Το σπίρτο τέντωσε τα λυγερό κορμάκι του για να καλωσορίσει την σπίθα… Το κόκκινο σκουφί του τυλίχτηκε στις φλόγες…
«Αγάπη μου» είπε στο κεράκι… καίγομαι για σένα… «Αγάπη μου να δω τα μάτια σου και ας καώ». Το γυαλιστερό κόκκινο σκουφί ακούμπησε πάνω στο φιτίλι καθώς έσκυψε για να δει καλύτερα…
«Αγάπη μου» είπε το κεράκι στο σπίρτο… «Άσε με να νοιώσω την ζεστασιά σου και ας λιώσω»…
Το σπίρτο και το κεράκι κάηκαν μαζί… Μια μάζα ενωμένη στον χρόνο και στον χώρο αιώνια… Το κεράκι και το σπίρτο που έλιωσαν απ’ αγάπη και έφτασαν στο δικό τους όνειρο…Ένα μαγικό φως τρεμοπαίζει και δίνει χρώμα και ζωή στους άψυχους τοίχους… και μια ζεστασιά απ’ αυτή που αφήνει η αγάπη και τα κάνει όλα εκεί να μοιάζουν μαγικά, τόσο μαγικά όσο μαγική είναι και η αγάπη… Και έζησαν αυτά καλά και εμείς θα ζήσουμε καλύτερα... με αγάπη στις καρδιές μας.
πηγη παραμυθιου
ΚΑΡΙΚΑΤΟΥΡΕΣ ΑΘΛΗΤΩΝ
-
[image: ΚΑΡΙΚΑΤΟΥΡΕΣ ΑΘΛΗΤΩΝ]
χαχαχαχαχαχα πολύ αστείες φατσούλες δείτε....
[image: ΚΑΡΙΚΑΤΟΥΡΕΣ ΑΘΛΗΤΩΝ]
[image: ΚΑΡΙΚΑΤΟΥΡΕΣ ΑΘΛΗΤΩΝ]
[image: ΚΑΡΙΚΑΤΟΥΡΕΣ...
Πριν από 2 ώρες
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου