I took my love, I took it down
I climbed a mountain and I turned around
and I saw my reflection in the snow covered hills
'til the landslide brought it down
Oh, mirror in the sky, what is love?
Can the child within my heart rise above?
Can I sail through the changing ocean tides?
Can I handle the seasons of my life?
Where did the year go? Suddenly it is almost the end of December......again - and we realize that with giant strides we started in January and within a blink of an eye, 2010 is on its’ back! I wish you all a magical Festive Season filled with Loving Wishes and Beautiful Thoughts. May 2011 mark the beginning of a Tidal Wave of Love, Happiness and Bright Futures.
And to those who need someone special,
may you find that true love
And to those who need someone special,
may you find that true love
To those who need caring,
may you find a good heart!
These 45m-tall modern caryatids will take on a quiet authority, belonging to their landscape yet serving the people, silently transporting electricity across all terrain, day and night, sunshine or snow...
πηγή
Οι αναμνήσεις γίναν γεφύρι
για να περνάει το παρόν
αδιαφορώ για το βαθύ ποτάμι που μας χωρίζει
και ξέρω
πως αν απλώσω το χέρι μου
θα αγγίξω τη σκέψη σου...
Labels: fairytales, feelings, love, poem, thoughts
Icelandic photographer Kristjan Unnar Kristjansson has spent the last nine years capturing the kaleidoscopic light show in his native homeland.
No words can properly describe it...
The Northern lights at Hvalfjorour fjord in Akranes near Reykjavik change the look of the landscape completely
The Aurora Boralis over a golf clubhouse, and in the distance, the Second World War lighthouse, in Seltjarne
Deep inside Hvalfjorour fjord in Akranes near Reykjavik, the amazing phenomenon is a sight to behold
Waiting for the light: At Hvalfjorour fjord, photographers wait patiently while their digital cameras gather light, in Mosfellsae
To freedive is to return in some small way to a unity between ourselves and water. When you hold your breath and slip below the surface, you invoke a magical time of pure consciousness, safety and freedom, released from everyday worries and cares...
William Trubridge becomes the first human being to dive completely unassisted to 100 meters (one hectometer).
With a single breath of air, and only his hands and feet for propulsion, he set this historic world record in Dean's Blue Hole.
Labels: deep blue, freediving, ocean
Iceland is amongst one of the most serene and romantic landscapes on earth
The Blue Lagoon...! The water's temperature is 37-39°C
The aquamarine blue color is the result of active ingredients: minerals, silica and algae!
Turf-roofed house
There is a house built out of stone
Wooden floors, walls and window sills
Tables and chairs worn by all of the dust
This is a place where I don't feel alone
This is a place where I feel at home
And I built a home
For you
For me
Until it disappeared
From me
From you
And now, it's time to leave and turn to dust...
Wooden floors, walls and window sills
Tables and chairs worn by all of the dust
This is a place where I don't feel alone
This is a place where I feel at home
And I built a home
For you
For me
Until it disappeared
From me
From you
And now, it's time to leave and turn to dust...
Κάποτε έβλεπα τον κόσμο από ψηλά. Πέταγα με τα καινούργια μου φτερά κι ατένιζα περήφανη τον ήλιο. Έπαιζα με τα σύννεφα και χανόμουν μεσα στα απαλά λευκά τους χρώματα. Κυνηγούσα το ουράνιο τόξο ψάχνοντας να βρω το τέλος, την αρχή του. Αναζητούσα την πηγή του για να βουτήξω μεσα της και να λουστώ με τα πολύχρωμα νερά της, να αποκτήσω κατι από την λάμψη του, να μείνω για παντα εκεί ψηλά να χαίρομαι το ελαφρύ αεράκι να μου χαϊδεύει το πρόσωπο.
Μα όλα τα όνειρα εχουν ένα τέλος...
Με ζήλεψαν τα αστέρια κι ο άνεμος, με χτύπησε ο Έρωτας κι ένα του βέλος τρύπησε μεμιάς και τα δυο μου φτερά. Έπεσα στροβιλίζοντας και μισοζαλισμένη. Βρέθηκα να περπατώ ανάμεσα σε ανθρώπους με σκυμμένα κεφάλια και θολό βλέμμα.
Δεν πειράζει έλεγα, τώρα δεν είμαι μόνη μου, δεν πετάω ψηλά ελεύθερη αλλα έχω μια αγκαλιά να με κρατά τα βράδια. Έχω κι εγώ κάποιον να του κρατάω το χέρι, να νιώθουμε μαζι την άμμο στα γυμνά μας πόδια και την δροσιά της θάλασσας τα καλοκαίρια. Κοίταζα τα σύννεφα, τον ήλιο από χαμηλά και όμως δεν με πείραζε, έβλεπα τα πουλιά να με καλούν να παίξουμε εκεί ψηλά κι έλεγα όχι, τώρα εδώ θα μείνω, μαζι του για παντα...
Ήρθε όμως η ώρα που όλα χάθηκαν, τα πήρε μαζι του κι έφυγε μια μέρα κι εγώ απέμεινα μόνη μου να τον κοιτάζω να χάνετε, να σβήνει η μορφή του στο βάθος του ορίζοντα.
Κοίταξα πάλι εκεί ψηλά. Δεν πειράζει,σκεφτηκα, θα ξαναπάω στα σύννεφα, θα παίξω πάλι με τα αστέρια, θα νιώσω το αεράκι να μου ψιθυρίζει τα μυστικά του ήλιου και τις ζαβολιές του φεγγαριού. Έκανα να πετάξω μα έμεινα στο χώμα.
Ο χρόνος πέρασε και γω δεν γιάτρεψα τα φτερά μου. Τα άνοιξα και είδα τις τρύπες τους. Έτρεξα εδώ, έτρεξα εκεί να βρω, να μάθω να ρωτήσω πώς να τις κλείσω. Κανείς δεν ήξερε να μου πει. Όλοι με κοίταζαν με λύπη. -Τώρα είναι αργά, μου έλεγαν, τώρα ο καιρός πέρασε και η τρύπες μεγάλωσαν, σκλήρυνε η σάρκα γύρω τους και δεν θα θρέψουν ξανά. Τρόμαξα πολύ κι έφυγα. Ανέβηκα σε βουνό ψηλό και κοίταξα από ψηλά τον κόσμο, ήταν όμορφα μα ψεύτικα. Δεν πετούσα, έμενα ψηλά μα ακίνητη. Ήρθε ο άνεμος, τον ρώτησα.
-Τώρα είναι αργά μου είπε κι αυτός.
Φώναξα στα πουλιά για να μου πούνε, παντα η ίδια απάντηση. -Είναι αργά.
Έζησα τον εφιάλτη, είδα το τέλος κι έφυγα ξανά. Πήγα στο δάσος μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα και χώθηκα σε μια συστάδα δέντρων. Τα χρόνια πέρναγαν κι εγώ δεν σταμάτησα στιγμή να ανοίγω τα φτερά μου, δεν σταμάτησα ποτέ να προσπαθώ να πετάξω. Κάποια στιγμή τα κούνησα, τα κοίταξα ετσι μεγάλα αλλα αδύναμα, με τρύπες και λύγισα. Όχι εγώ θα πετάξω έλεγα και φώναζα σε όλους. Ποτέ δεν είναι αργά αρκεί να το θέλεις.
Βρήκα ένα γερο να με κοιτά απορημένος.
-Θέλεις να πετάξεις; με ρώτησε.
-Ναι του είπα, με όλη την δύναμη της ψυχής μου. Αλλα πως;
-Τι πως; Άνοιξε τα φτερά σου και πέταξε.
-Μα εχουν τρύπες, πληγές παλιές που δεν ξέρω πώς να τις γιατρέψω πια. Άργησα και ο χρόνος πέρασε.
Με κοίταξε στα μάτια και μου είπε: -Δεν φταίνε οι τρύπες. Ξέχασες πώς να πετάς.
-Κοίταξες κάτω, είπε ο σοφός γέροντας, γι αυτό. Δεν κοίταξες πιο πάνω. Αν δεν κοιτάς εκεί που θες να πετάξεις, θα πετάξεις εκεί που κοιτάς. Αυτό μάθε το. Άντε τώρα είναι ώρα να φύγεις, πέτα λοιπόν και πρόσεχε. Τον άκουσα, τον πίστεψα και άνοιξα πάλι τα φτερά μου.
Τα κούνησα και είδα το έδαφος να απομακρύνετε. Πετάω και πάλι, σκέφτηκα. Πέρασα μεσα από τα σύννεφα, είδα ένα αλήτη σπουργιτάκο να με κοιτά σαστισμένος αλλα χαρούμενος. -Πετάει ξανά, τιτίβισε και ο αντίλαλος της φωνής του γέμισε τον αέρα. Κοίταξα πάλι προς τα κάτω αλλα θυμήθηκα τα λόγια του γέρου. Άφησα τις αχτίδες του ήλιου να με ζεστάνουν, ξάπλωσα στα μαλακά σύννεφα και άκουσα το αεράκι να μου ψιθυρίζει τις απιστίες της σελήνης. Κάθε φορά που το βλέμμα μου έπεφτε προς τα κάτω άκουγα στ αυτιά μου την φωνή του γέρου. -ΠΡΟΣΕΧΕ, ΑΝ ΔΕΝ ΚΟΙΤΑΣ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΘΕΣ ΝΑ ΠΕΤΑΞΕΙΣ, ΘΑ ΠΕΤΑΞΕΙΣ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΚΟΙΤΑΣ...
Μα όλα τα όνειρα εχουν ένα τέλος...
Με ζήλεψαν τα αστέρια κι ο άνεμος, με χτύπησε ο Έρωτας κι ένα του βέλος τρύπησε μεμιάς και τα δυο μου φτερά. Έπεσα στροβιλίζοντας και μισοζαλισμένη. Βρέθηκα να περπατώ ανάμεσα σε ανθρώπους με σκυμμένα κεφάλια και θολό βλέμμα.
Δεν πειράζει έλεγα, τώρα δεν είμαι μόνη μου, δεν πετάω ψηλά ελεύθερη αλλα έχω μια αγκαλιά να με κρατά τα βράδια. Έχω κι εγώ κάποιον να του κρατάω το χέρι, να νιώθουμε μαζι την άμμο στα γυμνά μας πόδια και την δροσιά της θάλασσας τα καλοκαίρια. Κοίταζα τα σύννεφα, τον ήλιο από χαμηλά και όμως δεν με πείραζε, έβλεπα τα πουλιά να με καλούν να παίξουμε εκεί ψηλά κι έλεγα όχι, τώρα εδώ θα μείνω, μαζι του για παντα...
Ήρθε όμως η ώρα που όλα χάθηκαν, τα πήρε μαζι του κι έφυγε μια μέρα κι εγώ απέμεινα μόνη μου να τον κοιτάζω να χάνετε, να σβήνει η μορφή του στο βάθος του ορίζοντα.
Κοίταξα πάλι εκεί ψηλά. Δεν πειράζει,σκεφτηκα, θα ξαναπάω στα σύννεφα, θα παίξω πάλι με τα αστέρια, θα νιώσω το αεράκι να μου ψιθυρίζει τα μυστικά του ήλιου και τις ζαβολιές του φεγγαριού. Έκανα να πετάξω μα έμεινα στο χώμα.
Ο χρόνος πέρασε και γω δεν γιάτρεψα τα φτερά μου. Τα άνοιξα και είδα τις τρύπες τους. Έτρεξα εδώ, έτρεξα εκεί να βρω, να μάθω να ρωτήσω πώς να τις κλείσω. Κανείς δεν ήξερε να μου πει. Όλοι με κοίταζαν με λύπη. -Τώρα είναι αργά, μου έλεγαν, τώρα ο καιρός πέρασε και η τρύπες μεγάλωσαν, σκλήρυνε η σάρκα γύρω τους και δεν θα θρέψουν ξανά. Τρόμαξα πολύ κι έφυγα. Ανέβηκα σε βουνό ψηλό και κοίταξα από ψηλά τον κόσμο, ήταν όμορφα μα ψεύτικα. Δεν πετούσα, έμενα ψηλά μα ακίνητη. Ήρθε ο άνεμος, τον ρώτησα.
-Τώρα είναι αργά μου είπε κι αυτός.
Φώναξα στα πουλιά για να μου πούνε, παντα η ίδια απάντηση. -Είναι αργά.
Έζησα τον εφιάλτη, είδα το τέλος κι έφυγα ξανά. Πήγα στο δάσος μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα και χώθηκα σε μια συστάδα δέντρων. Τα χρόνια πέρναγαν κι εγώ δεν σταμάτησα στιγμή να ανοίγω τα φτερά μου, δεν σταμάτησα ποτέ να προσπαθώ να πετάξω. Κάποια στιγμή τα κούνησα, τα κοίταξα ετσι μεγάλα αλλα αδύναμα, με τρύπες και λύγισα. Όχι εγώ θα πετάξω έλεγα και φώναζα σε όλους. Ποτέ δεν είναι αργά αρκεί να το θέλεις.
Βρήκα ένα γερο να με κοιτά απορημένος.
-Θέλεις να πετάξεις; με ρώτησε.
-Ναι του είπα, με όλη την δύναμη της ψυχής μου. Αλλα πως;
-Τι πως; Άνοιξε τα φτερά σου και πέταξε.
-Μα εχουν τρύπες, πληγές παλιές που δεν ξέρω πώς να τις γιατρέψω πια. Άργησα και ο χρόνος πέρασε.
Με κοίταξε στα μάτια και μου είπε: -Δεν φταίνε οι τρύπες. Ξέχασες πώς να πετάς.
-Κοίταξες κάτω, είπε ο σοφός γέροντας, γι αυτό. Δεν κοίταξες πιο πάνω. Αν δεν κοιτάς εκεί που θες να πετάξεις, θα πετάξεις εκεί που κοιτάς. Αυτό μάθε το. Άντε τώρα είναι ώρα να φύγεις, πέτα λοιπόν και πρόσεχε. Τον άκουσα, τον πίστεψα και άνοιξα πάλι τα φτερά μου.
Τα κούνησα και είδα το έδαφος να απομακρύνετε. Πετάω και πάλι, σκέφτηκα. Πέρασα μεσα από τα σύννεφα, είδα ένα αλήτη σπουργιτάκο να με κοιτά σαστισμένος αλλα χαρούμενος. -Πετάει ξανά, τιτίβισε και ο αντίλαλος της φωνής του γέμισε τον αέρα. Κοίταξα πάλι προς τα κάτω αλλα θυμήθηκα τα λόγια του γέρου. Άφησα τις αχτίδες του ήλιου να με ζεστάνουν, ξάπλωσα στα μαλακά σύννεφα και άκουσα το αεράκι να μου ψιθυρίζει τις απιστίες της σελήνης. Κάθε φορά που το βλέμμα μου έπεφτε προς τα κάτω άκουγα στ αυτιά μου την φωνή του γέρου. -ΠΡΟΣΕΧΕ, ΑΝ ΔΕΝ ΚΟΙΤΑΣ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΘΕΣ ΝΑ ΠΕΤΑΞΕΙΣ, ΘΑ ΠΕΤΑΞΕΙΣ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΚΟΙΤΑΣ...
Labels: fairytales, feelings, love
Light Graffiti, also known as Light Painting, is a photographic technique in which exposures are made usually at night or in a darkened room by moving a hand-held light source or by moving the camera.
Examples of beautiful and creative light graffiti.
Labels: colour, commercial, music, science, slow mo
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)